Την Παρασκευή 29 Μαρτίου υπερψηφίστηκε από τη Βουλή η τροπολογία της Κυβέρνησης σχετικά με την νέα προστασία της Κύριας κατοικίας.
Το νέο αυτό πλαίσιο έρχεται να αντικαταστήσει την προστασία της κύριας κατοικίας του Νόμου Κατσέλη που έπαυσε να ισχύει στις 28-02-2019.
Στο νέο αυτό πλαίσιο θεσπίζονται μια σειρά από κριτήρια που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς και τα οποία καθιστούν στην πράξη εξαιρετικά δυσχερή την υπαγωγή της πλειοψηφίας των δανειοληπτών. Οι πρώτες παρατηρήσεις μας σχετικά με το νέο πλαίσιο για την προστασία της κύριας κατοικίας είναι οι ακόλουθες:
1) Για πρώτη φορά δύνανται να ενταχθούν φυσικά πρόσωπα, ακόμη και αν διαθέτουν την πτωχευτική ικανότητα (έμποροι, επιχειρηματίες). Ωστόσο, εάν τα πρόσωπα αυτά επιθυμούν να ρυθμίσουν χρέη από επιχειρηματικά δάνεια, για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να έχουν αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας χαμηλότερη των 175.000 ευρώ και συνολικό ύψος οφειλής ανά πιστωτή χαμηλότερο των 100.000 ευρώ.
2) Αντικείμενο διάσωσης αποτελεί μόνο η κύρια κατοικία η οποία ανήκει στο δανειολήπτη και στην οποία θα πρέπει να διαμένει ο ίδιος και αυτό να προκύπτει από τα φορολογικά του στοιχεία. Δεν αφορά προστασία κατοικίας στην οποία ο δανειολήπτης δεν διαμένει για οποιονδήποτε λόγο. Καμία προστασία δεν παρέχεται για την ακίνητη περιουσία του δανειολήπτη πέραν της κύριας κατοικίας.
3) Το νέο αυτό πλαίσιο δεν αποτελεί μηχανισμό συνολικής ρύθμισης των χρεών του δανειολήπτη, παρά μόνο ρυθμίζει τα ενυπόθηκα, δηλαδή τα εμπραγμάτως εξασφαλισμένα δάνειά του, ανά πιστωτή και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, ρυθμίζονται οι οφειλές ενός φυσικού προσώπου μόνο προς τα πιστωτικά ιδρύματα και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία του οφειλέτη και εφόσον οι οφειλές αυτές βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018. Οι συνολικές αυτές οφειλές (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα) του δανειολήπτη προς κάθε πιστωτή δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 130.000 ευρώ, ή τα 100.000 ευρώ εάν στις οφειλές συμπεριλαμβάνονται και επιχειρηματικά δάνεια. Δηλαδή, οι οφειλές που δεν είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες δεν προβλέπεται ότι θα ρυθμίζονται μέσω του ψηφισθέντος νέου αυτού πλαισίου. Μάλιστα, η συμμετοχή Τραπεζών ή πιστωτών στις οποίες δεν υπάρχει καμία απολύτως εμπραγμάτως εξασφαλισμένη οφειλή είναι παντελώς προαιρετική, χωρίς καμία συνέπεια προς τους πιστωτές εάν δεν συμμετάσχουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμη και τα πρόσωπα τα οποία μπορεί αν πληρούν όλα τα κριτήρια που θεσπίζει ο νέος νόμος και πάλι μπορεί να μη ρυθμίσουν το σύνολο των οφειλών τους προς τις Τράπεζες, ιδίως εφόσον οφείλουν και καταναλωτικής φύσεως προϊόντα ή δεν χρωστούσαν το στεγαστικό τους δάνειο για τουλάχιστον 3 μήνες μέχρι τις 31-12-2018.
4) Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου κατά το τελευταίο έτος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 12.500 ευρώ για τον άγαμο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ εάν υπάρχει σύζυγος και φτάνει συνολικά στα 21.000 ευρώ, ενώ μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας και συνολικά μέχρι 3 εξαρτώμενα μέλη.
5) Στο νέο νόμο θεσπίζεται για πρώτη φορά το κριτήριο της αξίας της λοιπής περιουσίας, πέραν δηλαδή από την αξία της κύριας κατοικίας του αιτούντος, εάν το σύνολο των οφειλών του ξεπερνά τα 20.000 ευρώ. Σύμφωνα με τη νέα αυτή διάταξη, στην ανωτέρω περίπτωση, η αξία των υπολοίπων ακίνητων περιουσιακών στοιχείων και των μεταφορικών μέσων του αιτούντος, του συζύγου και των εξαρτωμένων μελών της οικογένειάς του, δεν μπορεί να ξεπερνά τα 80.000 ευρώ συνολικά. Το κριτήριο αυτό αναμένεται να αποτελέσει τροχοπέδη για μεγάλη μερίδα των απροστάτευτων δανειοληπτών, καθότι εξαιτίας του συστήματος των αντικειμενικών αξιών, αλλά και του τρόπου υπολογισμού της αξίας των αυτοκινήτων από την Εφορία, οι αξίες των περιουσιακών αυτών στοιχείων υπολογίζονται σε πολλές περιπτώσεις διογκωμένες και δεν ανταποκρίνονται στην τρέχουσα εμπορική τους αξία.
6) Η υποβολή της αίτησης και η επιλεξιμότητα του δανειολήπτη και των οφειλών του θα γίνεται ηλεκτρονικά μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας που θα αναπτυχθεί από την ειδική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ). Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία λειτουργίας της ψηφιακής πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης των χρεών των επιχειρηματιών εκτιμάται ότι πολύ δύσκολα θα είναι πλήρως λειτουργικά έτοιμη η εν λόγω πλατφόρμα μέχρι τις 30 Απριλίου 2019, όταν και ξεκινάει σύμφωνα με το Νόμο η δυνατότητα υποβολής των νέων αιτήσεων. Υπάρχει, συνεπώς, βάσιμη ανησυχία ότι σε μία τέτοια ενδεχόμενη καθυστέρηση θα κινδυνεύσει να καταστρατηγηθεί στην πράξη ακόμη και το μικρό χρονικό διάστημα υποβολής των αιτήσεων που έχει προβλεφθεί για μέχρι τις 31/12/2019.
7) Για την προστασία της κύριας κατοικίας του ο αιτών θα πρέπει να καταβάλλει σε χρονικό διάστημα 25 ετών το 120% της εμπορικής της αξίας όπως αυτή υπολογιζόταν στις 31 Δεκεμβρίου 2018. Μάλιστα, η ως άνω χρονική διάρκεια δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 80ο έτος ηλικίας του αιτούντος, εκτός εάν συμβληθεί άλλο πρόσωπο ως εγγυητής που όμως να το αποδέχονται οι πιστωτές. Η συγκεκριμένη διάταξη επίσης αναμένεται να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για μεγάλη πλειοψηφία δανειοληπτών αφ’ής το ποσό που καλείται να αποπληρώσει ο δανειολήπτης με τη νέα ρύθμιση είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο που οριζόταν μέχρι σήμερα με βάση το Νόμο Κατσέλη. Επιπλέον, η συνεισφορά του Δημοσίου στις μηνιαίες δόσεις του οφειλέτη δεν έχει θεσπιστεί με σαφή κριτήρια και δεν δύναται ο οφειλέτης να γνωρίζει το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου στη μηνιαία του δόση, ποσοστό που μάλιστα μπορεί και να μεταβάλλεται με την πάροδο των ετών. Κατά συνέπεια ο δανειολήπτης βρίσκεται έκθετος στον κίνδυνο να απολέσει την προστασία της κατοικίας του εάν δεν μπορέσει να πληρώσει τρεις (3) συνολικά δόσεις, ενώ ταυτόχρονα προβλέπεται ότι σε μία τέτοια περίπτωση το Ελληνικό Δημόσιο θα αναζητά από τον οφειλέτη όλα τα ποσά που έχει καταβάλει μέχρι τότε για λογαριασμό του ως συνεισφορά στην μηνιαία του δόση. Περαιτέρω, το ίδιο το όριο της ηλικίας των 80 ετών που έχει θεσπισθεί με την ως άνω διάταξη αποτελεί πρακτικά εμπόδιο για τους δανειολήπτες άνω των 55 ετών, καθότι δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια, ενώ δύσκολα μπορεί να βρεθεί τρίτο πρόσωπο που να εγγυηθεί υπέρ ενός ηλικιωμένου, και το οποίο να είναι ταυτόχρονα της αποδοχής των τραπεζών ως προς την δική του πιστοληπτική ικανότητα.
8) Δεν υφίσταται καμία συνέπεια για τις Τράπεζες και τους πιστωτές εφόσον αυτοί δεν συμφωνήσουν στη ρύθμιση των επιλέξιμων οφειλών του δανειολήπτη. Σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεώς του ο οφειλέτης μπορεί να στραφεί στα Δικαστήρια και να διεκδικήσει τη δικαστική ρύθμιση, μέσα σε σύντομες και αυστηρές προθεσμίες χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε εάν θα επιτευχθούν οι γρήγοροι χρόνοι εκδίκασης των υποθέσεων αυτών από τα Δικαστήρια, όπως ορίζονται στο νέο Νόμο. Μάλιστα, σε μία πρωτοφανή και απαράδεκτη κίνηση εις βάρος των δανειοληπτών, ορίζεται ότι εάν το Δικαστήριο απορρίψει την αίτηση του αιτούντος, τότε ο αιτών θα κληθεί να καταβάλει ποινή που ισούται με το 5% της συνολικής οφειλής που ζήτησε τη ρύθμισή της και η οποία ποινή δεν μπορεί να είναι ούτε κατώτερη των 1.500 ευρώ, αλλά ούτε και να υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ.
9) Από το νέο Νόμο αποκλείονται ρητά όλοι όσοι είχαν προσφύγει στο Νόμο Κατσέλη και η αίτησή τους είχε απορριφθεί οριστικά λόγω δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας. Συνεπώς με τη διάταξη αυτή τίθεται εκτός του νέου Νόμου ένα μεγάλο μέρος των δανειοληπτών που ήδη έχουν απορριφθεί από το Νόμο Κατσέλη. Μάλιστα η επιλογή του Νομοθέτη ότι οι αποφάσεις αυτές αρκεί να είναι οριστικές και όχι τελεσίδικες δημιουργεί και περαιτέρω ερωτηματικά σχετικά με το εάν πράγματι στοχεύουμε με το νέο Νόμο να επιλύσουμε το κοινωνικό πρόβλημα της προστασίας της κύριας κατοικίας.
Συμπερασματικά, ο νέος Νόμος που έρχεται να αντικαταστήσει την προστασία της κύριας κατοικίας, όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα με το Νόμο Κατσέλη, θέτει πληθώρα αυστηρότερων κριτηρίων και προϋποθέσεων που δεν αναμένεται στην πράξη να επιτρέψουν στο μεγαλύτερο μέρος δανειοληπτών να ενταχθούν σε αυτόν. Ακόμη δε και για όσους πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξής τους αναμένεται αυτοί να καταβάλουν υψηλές μηνιαίες δόσεις και υψηλό ποσοστό των δανείων τους χωρίς να τους εγγυάται κανείς ότι θα ρυθμίσουν το σύνολο των χρεών τους.
Τέλος, για ακόμη μια φορά, με το νέο Νόμο ουδεμία πρόβλεψη υφίσταται για τους συνοφειλέτες ή τους εγγυητές ή τους κληρονόμους αυτών, προκειμένου να δοθεί μια συνολική λύση στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Χρήζει λοιπόν άμεσης διαβούλευσης και ετοιμασίας η δημιουργία ενός πτωχευτικού δικαίου για τα φυσικά πρόσωπα, η οποία θα καλύψει εν τέλει το κενό Νόμου που υπάρχει στη χώρα ,μας στο πεδίο αυτό και θα ρυθμίζει με μία συλλογική διαδικασία όλα τα χρέη ενός προσώπου προς τους πιστωτές του. Εν κατακλείδι, το νέο πλαίσιο θα αποτελέσει απλώς ένα μεταβατικό στάδιο με αμφίβολα αποτελέσματα τόσο για τους δανειολήπτες, όσο και για τις ίδιες τις τράπεζες.