Τι προβλέπεται για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου και τους ευάλωτους οφειλέτες.
Αναμφισβήτητα, ο νέος πτωχευτικός Νόμος 4738/2020 (με όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του το 2021) άλλαξε ριζικά την πραγματικότητα όσον αφορά τις ρυθμίσεις οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων, σε μια περίοδο που η διευθέτηση των κόκκινων δανείων αποτελεί προτεραιότητα για την ελληνική οικονομία. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει να φωτίσουμε δύο σημαντικές πτυχές του νέου Νόμου που είναι βέβαιο ότι ενδιαφέρουν χιλιάδες δανειολήπτες, αυτό των πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου και αυτό των ευάλωτων οφειλετών.
Κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας πτώχευσης ως μικρού αντικειμένου λαμβάνεται η περιουσία του φυσικού ή νομικού προσώπου. Πιο συγκεκριμένα, η αξία των περιουσιακών στοιχείων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 350.000 ευρώ, ενώ η αξία της ακίνητης περιουσίας υπολογίζεται με βάση την αξία υπολογισμού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. Για τα νομικά πρόσωπα, αναγνωρίζονται τα κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας (άρθρο 2 του ν. 4308/2014) σχετικά με: α) το σύνολο του ενεργητικού (μέχρι 350.000 ευρώ), β) το καθαρό ύψος κύκλου εργασιών (μέχρι 700.000 ευρώ) και γ) το μέσο όρο απασχολούμενων (να μην υπερβαίνει τα 10 άτομα). Σε αυτό το σημείο, είναι πολύ σημαντικό να επισημανθεί ότι προϋπόθεση κήρυξης σε πτώχευση είναι η παύση πληρωμών, η κατάσταση δηλαδή όπου ο οφειλέτης δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών (επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητεί ο οφειλέτης).
Η αίτηση πτώχευσης κατατίθεται ηλεκτρονικά μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας. Αίτηση μπορεί να καταθέσει όχι μόνο ο οφειλέτης, αλλά και ο εκάστοτε πιστωτής και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα 30 ημερών. Αν μέσα σε χρονικό διάστημα από τη δημοσιοποίηση της 30 ημερών αίτησης δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά αυτής, (ή υποβληθεί, αλλά αφορά μόνο τον διορισμό συνδίκου) η αίτηση γίνεται δεκτή από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο, που δεν είναι άλλο από το Ειρηνοδικείο κύριας κατοικίας του οφειλέτη, εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο και του κέντρου των κυρίων συμφερόντων του σε περίπτωση νομικού προσώπου.
Σημειωτέων ότι κατά της απόφασης ισχύει το ένδικο μέσο της έφεσης. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης διαθέτει περιουσία την οποία και θα απωλέσει, η απαλλαγή οφειλών επέρχεται σε 1 έτος από την έκδοση της απόφασης, ενώ καλείται να πληρώνει στους πιστωτές για 1 έτος το ποσό των εισοδημάτων του που υπερβαίνει το πενταπλάσιο των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσία ή διαθέτει περιουσία μικρής αξίας την οποία και θα απωλέσει, η απαλλαγή επέρχεται 3 έτη μετά την έκδοση της πτωχευτικής απόφασης, ενώ ο οφειλέτης καλείται να πληρώνει στους πιστωτές για 3 έτη το ποσό των εισοδημάτων του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.
Σημειώνεται ότι ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να πληρώσει στους πιστωτές ποσά που είναι ακατάσχετα (κοινωνικά επιδόματα, αγροτικές επιδοτήσεις), ενώ δεν απαλλάσσεται για οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης, για οφειλές διατροφής, για οφειλές από δόλο ή βαρεία αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου και οφειλές από αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Στην κατηγορία των ευάλωτων οφειλετών ανήκουν τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι δικαιούχοι του επιδόματος Στέγασης. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να πληρούν ορισμένα εισοδηματικά και περιουσιακά στοιχεία, όπως το συνολικό ετήσιο εισόδημα (7.000€, προσαυξανόμενο κατά 3.500€ για κάθε επιπλέον μέλος – με ανώτατο όριο τα 21.000€), συνολική αξία ακίνητης περιουσίας βάσει του τελευταίου εκκαθαριστικού ΕΝΦΙΑ (120.000€, προσαυξανόμενο κατά 15.000€ για κάθε επιπλέον μέλος με ανώτατο όριο τα 180.000€) και το σύνολο τραπεζικών καταθέσεων (7.000 € προσαυξανόμενο κατά 3.500 € για κάθε επιπλέον μέλος με ανώτατο όριο τα 21.000€).
Οι ευάλωτοι οφειλέτες κηρύχθηκαν σε πτώχευση (είτε επισπεύδεται σε βάρος της κύριας κατοικίας τους αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή), έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάσουν ή να μισθώσουν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, την κύρια κατοικία τους σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης 12 έτη για και μπορεί να καταγγελθεί, εφόσον ο μισθωτής καθυστερήσει να καταβάλλει τρία (3) μισθώματα. Η καταγγελία της μίσθωσης συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος επαναγοράς. Εφόσον, ο μισθωτής καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων, τότε μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς και να αποκτήσει έναντι τιμήματος την κυριότητα της κύριας κατοικίας, που είχε μεταβιβαστεί στον φορέα. Αν το δικαίωμα αυτό ασκηθεί πριν τη λήξη της μίσθωσης, τότε ο μισθωτής οφείλει να καταβάλλει στον φορέα την τρέχουσα αξία των μισθωμάτων που οφείλονται μέχρι τη λήξη της μίσθωσης (των 12 ετών) επιπλέον του τιμήματος επαναγοράς.
Άρθρο στο ηλεκτρονικό περιοδικό «συνεργασία», Εργατική και Ασφαλιστική ενημέρωση, τεύχος 111, Ιανουάριος 2022